- πληθωρικός
- -ή, -ό / πληθωρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πληθώρα]αυτός που έχει πληθώρα αίματος, παθολογική αύξηση τού ὁγκου τού αίματος (α. «πληθωρικά φαινόμενα» β. «πληθωρικὴ διάθεσις» γ. «πληθωρικὸν νόσημα», Γαλ.)νεοελλ.1. αυτός που εκφράζει έντονα, ζωηρά ή υπερβολικά τα συναισθήματά του, που έχει συμπεριφορά ζωηρή ή θορυβώδη (α. «πληθωρικός τύπος» β. «πληθωρική ηθοποιός»)2. εκείνος που παρουσιάζει αύξηση πάνω από το κανονικό (α. «πληθωρική κυκλοφορία τού χρήματος» β. «πληθωρική βαθμολογία»)3. χοντρός, παχύσαρκος.επίρρ...πληθωρικῶς Αμε συμπτώματα πληθώρας στο αίμα («οἱ πληθωρικῶς διακείμενοι», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.